ταινιομεταφορέας

ταινιομεταφορέας
ο, Ν
τεχνολ. βλ. ταινία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταφορέας — ο 1. το πρόσωπο που μεταφέρει, μεταγωγός, κομιστής, κουβαλητής 2. το όργανο ή το μέσο που χρησιμοποιείται για τη μηχανική μεταφορά υλικών ή φορτίων από έναν τόπο σε άλλο 3. (οικον. νομ.) το άτομο που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να διαθέσει… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”